συνδεσμεύοντες

συνδεσμεύοντες
συνδεσμεύω
bind together
pres part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνδεσμεύω — ΝΑ [σύνδεσμος] δένω δύο ή περισσότερα πράγματα μαζί («ἐκ... τῆς παρακειμένης ὕλης τὰ μὲν συμπηγνύντες τῶν ξύλων, τὰ δὲ συνδεσμεύοντες... πολλὰς ἥρμοσαν σχεδίας», Πολ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”